Πολίτης είναι αυτός που συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα τόσο κριτικά όσο και από θέση αρχής, δηλαδή λήψης αποφάσεων. Αυτό αναφέρει ο Αριστοτέλης. Ο ίδιος θεωρούσε ότι μόνο στην δημοκρατία ο πολίτης είναι πραγματικά πολίτης, είναι δηλαδή κατ’ εξοχήν πολίτης.
Αυτό που διαφοροποιεί την δημοκρατία από την ολιγαρχία ή την μοναρχία είναι η συμμετοχή του ή μη στη λήψη των αποφάσεων για την πόλη και σήμερα θα λέγαμε για την χώρα.
Ανιχνεύουμε συνεπώς στο παρόν, αν υφίσταται πολίτης στην ελληνική ή ακόμα και στην δυτική δημοκρατία.
Γιατί λοιπόν κατά τον Αριστοτέλη η συμμετοχή στις αποφάσεις καθιστά τον άνθρωπο πραγματικά πολίτη;
Μια πρώτη απάντηση είναι γιατί ο πολίτης αν δεν αισθάνεται την ευθύνη τού να παίρνει αποφάσεις, δεν μπορεί να ωριμάσει και κριτικά. Να αναπτύξει δηλαδή μια τέτοια κριτική σκέψη που μπορεί να τον βοηθήσει να διακρίνει το ορθό από το λάθος, την φενάκη από την πραγματικότητα και έτσι να αντιμετωπίσει μια κατάσταση με ωριμότητα (κατά την καντιανή ερμηνεία της έννοιας της ωριμότητας) δηλαδή να μπορεί να σκεφτεί χωρίς την βοήθεια της σκέψης κάποιου άλλου.
Μία δεύτερη απάντηση είναι ότι ο πολίτης σέβεται τους νόμους της πολιτείας στην οποία ανήκει, γιατί οι νόμοι είναι και δικοί του. Ακόμα κι αν μειοψήφησε η επιλογή του και δεν έγινε νόμος αυτό που πίστευε ότι ήταν το καλύτερο, σε κάποιες άλλες ψηφοφορίες πλειοψήφησε και απαιτεί να γίνει σεβαστή η απόφασή του από εκείνους που μειοψήφησαν.
Αντιθέτως όταν οι νόμοι ψηφίζονται από άλλους και χωρίς την δική του προσωπική συμμετοχή, επειδή πάντοτε αυτοί καθορίζουν την ζωή του σχεδόν σε όλους τους τομείς, σιγά σιγά αρχίζει να δυσφορεί και να αισθάνεται ότι αυτοί που αποφασίζουν, αδιαφορούν για τον ίδιο και τους όμοιούς του. Υποψιάζεται ότι λειτουργούν ιδιοτελώς ή πως εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα και ακόμα και αν τους έχει ψηφίσει ως αντιπροσώπους του, θεωρεί ότι μπορεί να καταδολιεύουν την ψήφο του.
Εφόσον χάσει την εμπιστοσύνη τους προς τους κυβερνώντες αρχίζει να αντιπαθεί και να μην σέβεται τους νόμους που αποφασίζουν άλλοι χωρίς εκείνον για εκείνον, και άρα στρέφεται με αντιπαλότητα προς αυτούς. Αισθάνεται δηλαδή ότι πλέον δεν είναι πολίτης αλλά υπήκοος που είναι αναγκασμένος να υπακούει στις διαταγές κάποιων άλλων. Καταστρέφεται έτσι η κοινωνικότητά του καθώς νιώθει ότι είναι ερριμένος σε μια κατάσταση αναγκαστική (αν όχι καταναγκαστική) και μάλιστα εντελώς αδύναμος να την αλλάξει.
Για παράδειγμα θα δείτε σήμερα αρκετά σήματα που θέτουν οδικούς κανόνες να βάφονται (συνήθως από νεαρούς) για να μην φαίνονται από τους άλλους οδηγούς. Αυτό συμβαίνει γιατί ο νεαρός μπερδεύει την έννοια του δημοσίου με το κράτος. Θεωρεί ότι αυτή είναι μια προσταγή που πηγάζει από το κράτος και όχι ένα δημόσιο αγαθό που διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Επειδή ο νόμος δεν ψηφίζεται από τον ίδιο, δεν σέβεται και τον νόμο.
Μια τρίτη απάντηση είναι ότι σταματά να ενδιαφέρεται σταδιακά για τα πολιτικά δρώμενα. Νιώθει ότι δεν τον αφορούν αφού έτσι κι αλλιώς δεν συμμετέχει στις αποφάσεις και άρα δεν έχει καμία δύναμη επιρροής σε αυτές. Τις αφήνει λοιπόν σε αυτούς που υποτίθεται «τίμησε» με την ψήφο του.
Όσο απομακρύνεται από τις πολιτικές αποφάσεις δεν τις κατανοεί και έτσι απέχει και αδιαφορεί για τα κοινά. Όμως έτσι αποδομείται και η κοινωνικότητα και άρα αποδυναμώνεται η πολιτεία. Παράλληλα απομονώνεται από τα κέντρα εξουσίας καθώς δεν γνωρίζει πλέον ακόμα και αυτούς που πραγματικά διαμορφώνουν την πολιτική. Και όσο απομονώνεται και αποστασιοποιείται τόσο αποδυναμώνεται και περιθωριοποιείται και στρέφεται προς τον ατομικισμό. Κάτι που κάθε εξουσία (μη δημοκρατική) επιδιώκει για να μπορεί να ελέγχει ανεμπόδιστα και να επιβάλλει χωρίς μεγάλες αντιστάσεις την βούλησή της. Το κάθε άτομο χωριστά είναι εντελώς ανίσχυρο στην ισχύ ενός ολόκληρου μηχανισμού ισχύος που μπορεί να το καταστρέψει μέσα από την δυνατότητα βίας που παρέχει σε αυτόν τον μηχανισμό η θεσμική του θέση.
Κι όσο απομονώνεται τόσο δεν κατανοεί και τον κόσμο. Κι όσο δεν κατανοεί τον κόσμο γύρω του τόσο πιο εύκολα ελέγχεται και τόσο πιο ανασφαλής αισθάνεται.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι σήμερα δεν υφίσταται η έννοια του πολίτη αλλά η έννοια του υπηκόου. Ο πολίτης ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει στην πόλη του (με την έννοια της πολιτείας στην οποία βρίσκεται ως μέλος) και συμμετέχει στις αποφάσεις που διαμορφώνουν το μέλλον της και το μέλλον του ίδιου και των παιδιών του. Έχει λόγο πάνω στα πράγματα που σημαίνει ότι είναι παρών, έχει παρουσία ως διαμορφωτής και ως δημιουργός.
Ο άνθρωπος ωριμάζει και πραγματώνεται ως τέτοιος μέσα από την ιδιότητα του πολίτη και όχι όταν ακρωτηριάζεται η δημιουργικότητά του, η θέλησή του και η κοινωνική του επιρροή μέσα στον ατομικισμό, στον οποίο εστιάζει η σύγχρονη δυτική λεγόμενη δημοκρατία.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την κοινωνικότητα.
Όσο δεν συνειδητοποιούμε αυτό το γεγονός τόσο θα ρέπουμε ως πολιτείες και κοινωνίες προς τον ολοκληρωτισμό και θα μεταμορφωνόμαστε αργά (και άρα χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε) σε τέρατα. Σαν την Μεταφόρφωση του Κάφκα, όπου ο πρωταγωνιστής μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε μύγα και δεν το καταλαβαίνει. Και μέσα σε αυτόν τον ακατανόητο λαβυρινθώδη και σκοτεινό κόσμο θα γινόμαστε όλο και πιο δυστυχισμένοι και ανεπαρκείς και θα στρεφόμαστε σε εξιλαστήρια θύματα ή θα γινόμαστε τέτοια, για να εκτονώσουμε με βία όλη την αγριότητα που εξέθρεψαν οι φόβοι – οι ανασφάλειές μας και όλη την αδικία που αισθανόμαστε από παντού.
Σ’ έναν κόσμο άδικο δεν υπάρχει λογική. Εκεί κυριαρχεί μόνο η δύναμη και αυτή εκθειάζεται.